-
1 απόγνωση
[-ις (-εως)] η отчаяние, безнадёжность;βρίσκομαι σε τέλεια απόγνωση — быть в полном отчаянии;
φέρω σε απόγνωση — приводить в отчаяние;
πέφτω σε απόγνωση — предаваться отчаянию, приходить, впадать в отчаяние
См. также в других словарях:
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ξεπούλημα — το, ατος 1. τελείωμα, τέλεια διάθεση του εμπορεύματος: Βρίσκομαι στο ξεπούλημα. 2. πούληση σε φτηνή τιμή: Τα βάλαμε όλα στο ξεπούλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)